- σφονδυλοδίνητος
- σφονδῠλο-δίνητος [ῑ], ον,A twirled by the spindle's whorl,
νῆμα AP 6.247
(Phil.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νῆμα AP 6.247
(Phil.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σφονδυλοδίνητος — ον, Α αυτός που περιστρέφεται με τη δίνη τού σφονδύλου, τού σφοντυλιού («δακτυλότριπτον ἄτρακτον σφονδυλοδινήτῳ νήματι νηχόμενον», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σφόνδυλος + δίνητος (< δινῶ < δίνη), πρβλ. οιστρο δίνητος] … Dictionary of Greek
σφονδυλοδινήτῳ — σφονδυλοδῑνήτῳ , σφονδυλοδίνητος twirled by the spindle s whorl masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)